- παράρτημα
- -ατος, το, ΝΑ [παραρτώ]καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημανεοελλ.1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» — έκτακτη έκδοση εφημερίδας, μετά την έκδοση τού τακτικού φύλλου, για αναγγελία πολύ σημαντικής είδησης3. (νομ.) κινητό αντικείμενο το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό τού κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική σχέση με αυτό, όπως λ.χ. η λέμβος ενός πλοίουαρχ.1. αντικείμενο αναρτημένο από τα πλάγια, πρόσθετο, εξωτερικό2. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα, ιδίως από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την δύναμη τής αποτροπής τού κακού, περίαπτο, φυλαχτό.
Dictionary of Greek. 2013.